συχνόμετρο

συχνόμετρο
Ηλεκτρικό όργανο μέτρησης της συχνότητας των εναλλασσόμενων ρευμάτων. Εκείνα που διαθέτουν παλλόμενα ελάσματα (γλωσσίδες), βασίζονται στην αρχή κατά την οποία κάθε σώμα, που είναι επιδεκτικό σε παλμικές κινήσεις, παρουσίαζα μια περίοδο ταλάντωσης (ιδιοταλάντωση) και μάλιστα ταλαντούται με το μέγιστο πλάτος, όταν οι ωθήσεις που το διεγείρουν έχουν συχνότητα ίση ή παραπλήσια με την ιδιοσυχνότητα του παλλόμενου σώματος (συνήχηση). Εκείνα πάλι που διαθέτουν απλώς ελάσματα, αποτελούνται από μια βάση, στην οποία είναι στερεωμένα, κατά το ένα άκρο, πολλά ελάσματα που το καθένα από αυτά έχει διαφορετική περίοδο ταλάντωσης. Πίσω απ’ αυτά έχει τοποθετηθεί ένας ηλεκτρομαγνήτης, που διαγείρεται από ένα εναλλασσόμενο ρεύμα, τη συχνότητα του οποίου επιζητούμε να μετρήσουμε. Αν μεταξύ των διάφορων ελασμάτων υπάρχει ένα, του οποίου η ιδιοσυχνότητα συμπίπτει με τη συχνότητα του εναλλασσόμενου ρεύματος, το έλασμα αυτό θα πάλλεται ενώ τα άλλα θα παραμένουν ακίνητα ή σχεδόν ακίνητα. Υπάρχουν επίσης συχνόμετρα με ηλεκτροδυναμικά όργανα παρόμοια με μονοφασικά φασίμετρα, που μετρούν τη γωνία μετατόπισης της φάσης μεταξύ τάσης και ρεύματος το οποίο διαρρέει μια κατάλληλη σύνθετη αντίσταση, που συμπληρώνει το όργανο. Επειδή η γωνία αυτή εξαρτιέται από τη συχνότητα του ρεύματος, η κλίμακα του οργάνου είναι βαθμονομημένη σε συχνότητες. Ανάλογα όργανα νεώτερου τύπου, είναι ουσιαστικά ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ανάλογης αρχής με τους ψηφιακούς, που υπολογίζουν τις ταλαντώσεις με διατάξεις αναφοράς στο μηδέν σε κάθε δευτερόλεπτο. Η ακρίβεια τους είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από τον τύπο με ελάσματα. Συχνόμετρο με παλλόμενα ελάσματα (γλωσσίδες). Στη φωτογραφία διακρίνονται τα παλλόμενα ελάσματα και το πάνω μέρος του συχνόμετρου. Στο σχέδιο, τα κυριότερα όργανα του συχνόμετρου.
* * *
το, Ν
(ηλεκτρολ.) όργανο που χρησιμοποιείται για την μέτρηση τής συχνότητας τών εναλλασσόμενων ρευμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συχνός + μέτρο*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”